αγνοια

αγνοια
    ἄγνοια
    ἄγνοιᾰ
    староатт. ἀγνοίᾱ ἥ
    1) незнание, неведение; непонимание
    

ἀγνοίᾳ Aesch., Thuc., Xen. — и ὑπ΄ ἀγνοίας Aesch., Soph., Arph. по неведению, но θεραπεύειν ἀγνοίᾳ Thuc. лечить наугад;

    ἥ τοῦ ἐλέγχου ἄ. Arst. (лат. ignoratio elenchi) лог. — непонимание того, что именно подлежит доказательству

    2) незнакомый вид
    

ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Soph. — чтобы остаться неузнанным (досл. чтобы присоединилась неузнаваемость)

    3) ошибка, промах Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγνοια" в других словарях:

  • ἀγνοία — ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc/acc dual ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc/acc dual ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίᾳ — ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνοια — ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) [ἀγνοῶ] έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια αρχ. 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια 2. φρ. «ὑπ ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον …   Dictionary of Greek

  • ἄγνοια — want of perception fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνοια — η 1. έλλειψη γνώσης, αμάθεια: Έχω άγνοια από ψυχολογία. 2. αδικαιολόγητη απουσία στρατιώτη για ορισμένο χρόνο: Κηρύχτηκε σε άγνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγνοια νόμου — Η έλλειψη γνώσης των διατάξεων ενός νόμου ή και η απόλυτη άγνοια της ύπαρξής του. Ο αστικός κώδικας εξομοιώνει την ά.ν. με την πλάνη. Γενικά, η ά.ν. θεωρείται κολάσιμη πράξη, αν την επικαλεστεί κανείς ως υπερασπιστικό μέσο. Με τον ίδιο όρο… …   Dictionary of Greek

  • ἀγνοίας — ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem acc pl ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem acc pl ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίαι — ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοιῶν — ἄγνοια want of perception fem gen pl ἄγνοια want of perception fem gen pl ἀγνοέω not to perceive pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίαις — ἄγνοια want of perception fem dat pl ἄγνοια want of perception fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίαν — ἀγνοίᾱν , ἄγνοια want of perception fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»